προκεφαλή

προκεφαλή
η, Ν
ιατρ. οίδημα τής περιοχής τής κεφαλής τού εμβρύου που προβάλλει κατά τον τοκετό, το οποίο οφείλεται σε οροαιματηρά διήθηση τού δέρματος και τού χαλαρού συνδετικού ιστού τής ινοβρεγματικής συνήθως χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κεφαλή. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”